στράγγ'

στράγγ'
στράγγα , στράγξ
trickle
fem acc sg
στράγγε , στράγξ
trickle
fem nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στράγξ — αγγός, ἡ, Α σταγόνα, σταλαγματιά («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν σταλαγμός», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στράγξ, γγός (πρβλ. λύγξ, στρίγξ) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *streng «σφίγγω, συμπιέζω, συγκεντρώνω» και συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”